- σαμανιστής
- ο, θηλ. σαμανίστρια, Νοπαδός τού σαμανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shamanist < shaman (βλ. σαμάνος) + κατάλ. -ist (βλ. -ιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμανιστικός — ή, ό, Ν [σαμανιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαμανισμό ή στον σαμανιστή … Dictionary of Greek